- αδόξαστος
- -η, -ο (Α ἀδόξαστος, -ον) [δοξάζω]νεοελλ.1. αυτός που δεν δοξάστηκε ή δεν μπορεί να δοξαστεί, άδοξος, ασήμαντος, αφανής2. το αρσ. ως ουσ. ο αδόξαστοςο Σατανάς, ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται)3. φρ. «τού άλλαξα τον αδόξαστο», τόν καταβασάνισα, τόν ταλαιπώρησα χωρίς οίκτοαρχ.-μσν.1. που δεν έχει σχηματίσει γνώμη ή θεωρία για κάτι, άγνωμος, αγνώμιαστος2. που αρνείται να σχηματίζει γνώμεςαρχ.1. απροσδόκητος, απρόσμενος2. (στους Στωικούς) αυτός που είναι απαλλαγμένος από υποκειμενικότητα, ο μη υποκειμενικός, αντικειμενικός3. στον Πλάτωνα, (Φαίδων 84a) το ουδ. ως ουσ.: το ἀδόξαστον αυτό που δεν πηγάζει από υποκειμενική γνώμη, το βέβαιο«τὸ ἀληθές καὶ τὸ θεῖον καὶ τὸ ἀδόξαστον θεωμένη [ψυχή ἀνδρός φιλοσόφου]».
Dictionary of Greek. 2013.